-
1 υδρογόνο(ν)
το водород -
2 υδρογόνο(ν)
το водород -
3 υδρογόνο
водородГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > υδρογόνο
-
4 υδρογόνο
wodór (m) rzecz. -
5 hidrojen
υδρογόνο -
6 wodór
υδρογόνο -
7 водород
-
8 водород
хим. (Η) το υδρογόνοпере-кись - а το υπεροξείδιο υδρογόνου, το οξυγονούχο ύδωρсверхтяжёлый - υπερβαρύν -, το τρίτιοтяжёлый - βαρύ -, το δευτερίο(ν)цианистый - το υδροκυανικό/πρωσικό οξύРусско-греческий словарь научных и технических терминов > водород
-
9 дейтерий
(тяжёлый изотоп водорода) το δευτέριο(ν), το βαρύ υδρογόνο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дейтерий
-
10 топливо
το καύσιμ/ο, η καύσιμη ύλη *заправляться - ом ανεφοδιάζομαι με - αработать на жидком твёрдом газообразном - е λειτουργώ με/καίω υγρό, στερεό, αέριο -ракетное - см. далее топливо ракетное самовоспламеняющееся - αυτεκρηκτικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > топливо
-
11 тяжёлый
βαρ/ύςογκώδης- водород - ύ υδρογόνο, το δευτέριοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тяжёлый
-
12 водород
водородм хим. τό ὑδρογόνο[ν]:перекись \водорода τό ὀξυζενέ, τό ὀξυγονοῦχο[ν] ὕδωρ. -
13 hydrogen
(an element, the lightest gas, which burns and which, when combined with oxygen, produces water.) υδρογόνο -
14 водород
[βανταρότ] ουσ. α. (χημ) υδρογόνο -
15 водород
[βανταρότ] ουσ α (χημ) υδρογόνο -
16 водород
-а α.υδρογόνο. -
17 разложить
-ложу, -ложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разложенный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. τοποθετώ, βάζω χωριστά•разложить вещи τοποθετώ τα πράγματα.
2. διαλύω• αποσυνθέτω•разложить воду на кислород и водород διαλύω το νερό σε οξυγόνο και υδρογόνο.
3. (μαθ.) αναπτύσσω.4. μτφ. παραλύω, αποδιοργανώνω, αποσυνθέτω.1. τοποθετούμαι, μπαίνω. || καταλαβαίνω, παίρνω θέση.2. χωρίζομαι• διαλύομαι, αποσυνθέ-τομαι.3. σαπίζω, σήπομαι.4. μτφ. παραλύω, αποδιοργανώνομαι• σπαραλιάζω. -
18 соединить
ρ.σ.μ.1. συνδέω, (συν)ενώνω•-провода συνδέω τα καλώδια•
соединить мостом συνδέω με γέφυρα•
соединить силы συνενώνω τις δυνάμεις.
|| συναρμολογώ. || μτφ. συνάπτω•соединить браком συνδέω με γάμο,
2. συνδυάζω1• соединить теорию с практикой συνδυάζω τη θεωρία με την πράξη•соединить храбрость с хладнокровием συνδυάζω τη γενναιότητα με την ψυχραιμία.
3. (χημ.) ενώνω•соединить водород с кислородом ενώνω το υδρογόνο με το οξυγόνο.
|| αναμειγνύω, ανακατώνω•соединить краски κάνω συνδυασμό χρωμάτων.
1. συνδέομαι, (συν)ενώνομαι•концы вервки -лись οι άκρες της τριχιάς ενώθηκαν•
соединить телефоном συνδέομαι με τηλέφωνο•
соединить браком συνδέομαι με γάμο.
|| συναρμολογούμαι.2. συνδυάζομαι•в нём -лись разнородные способности σ αυτόν συνδυάστηκαν διαφορετικές ικανότητες,
3. (χημ.) ενώνομαι.
См. также в других словарях:
υδρογόνο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Η· είναι το πρώτο στοιχείο του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό 1, ατομικό βάρος 1,008 και δύο ισότοπα: ένα σταθερό (δευτέριο) με μάζα Η2 και ένα ραδιενεργό (τρίτιο) με μάζα Η3 και περίοδο υποδιπλασιασμού 12½ χρόνια … Dictionary of Greek
υδρογόνο — το χημικό στοιχείο (σύμβολο Η), αέριο εύφλεκτο, δεκατέσσερις φορές ελαφρότερο από τον αέρα, ένα από τα δύο συστατικά του νερού (του οποίου τα μόρια αποτελούνται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα άτομο οξυγόνου) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
ηλεκτροχημεία — Το τμήμα της χημείας (ή ακριβέστερα της φυσικοχημείας) που αφορά τη χημική και ηλεκτρική συμπεριφορά των ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων (βλ. λ. ηλεκτρόλυση). Πιο γενικά, στον όρο η. συμπεριλαμβάνονται όλες οι αντιδράσεις μεταξύ χημικής και ηλεκτρικής… … Dictionary of Greek
αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… … Dictionary of Greek
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek
αερόστατο — Αεροσκάφος το οποίο μπορεί να συγκρατείται στην ατμόσφαιρα μόνο με την επίδραση της άνωσης που δέχεται από τον αέρα (αρχή του Αρχιμήδη). Αποτελείται ουσιαστικά από ένα μπαλόνι στήριξης, εντελώς αεροστεγές, γεμάτο με αέριο ελαφρύτερο από τον αέρα … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
δευτέριο — Σταθερό ισότοπο του υδρογόνου, που παριστάνεται με το σύμβολο D ή Η2. Το δ. έχει διπλάσια ατομική μάζα από το υδρογόνο, ενώ ο πυρήνας του (δευτόνιο ή δευτερόνιο) αποτελείται από ένα νετρόνιο και από ένα πρωτόνιο, σε αντίθεση με τον πυρήνα του… … Dictionary of Greek
δεϋδρογενάσες ή αφυδρογονάσες — Κατηγορία ενζύμων που καταλύουν την απόσπαση υδρογόνου από πολυάριθμες οργανικές ενώσεις. Οι δ. διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ανταλλαγή αερίων κατά τις αναπνευστικές διαδικασίες των κυττάρων και στους μηχανισμούς παραγωγής ενέργειας.… … Dictionary of Greek
Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση … Dictionary of Greek